- ἀποκιρνάομαι
- ἀποκιρνάομαι,A become unmixed,
κιρνᾶται πάντα καὶ ἀποκιρνᾶται Zos.
Alch.p.110 B.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κιρνᾶται πάντα καὶ ἀποκιρνᾶται Zos.
Alch.p.110 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀποκιρνᾶται — ἀποκιρνάομαι become unmixed pres subj mp 3rd sg ἀποκιρνάομαι become unmixed pres ind mp 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)